αἱρέω

Древнегреческий

Морфологические и синтаксические свойства

αἱρέω

Глагол.

Корень: --.

Произношение

МФА: [ha͜ɪ.ré.ɔː][ɛ.ˈre.o][e.ˈre.o]

  • Аттическое произношение: [ha͜ɪ.ré.ɔː]
  • Египетское произношение: [(h)ɛ.ˈrɛ.o]
  • Койне: [ɛ.ˈre.o]
  • Византийское произношение: [e.ˈre.o]
  • Константинопольское произношение: [e.ˈre.o]

Семантические свойства

Значение

  1. убивать  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  2. хватать
  3. ловить
  4. побеждать

Синонимы

Антонимы

Гиперонимы

Гипонимы

Родственные слова

Ближайшее родство
  • глаголы: καθαιρέω, ἀνακαθαιρέω, ἐγκαθαιρέω, συγκαθαιρέω, ἐπικαθαιρέω, ἀντικαθαιρέω, προκαθαιρέω, προσκαθαιρέω, μεθαιρέω, διαιρέω, καταδιαιρέω, ἐπιδιαιρέω, προσεπιδιαιρέω, περιδιαιρέω, ἀντιδιαιρέω, συνδιαιρέω, ἀποδιαιρέω, ὑποδιαιρέω, προδιαιρέω, προσδιαιρέω, περιαιρέω, συμπεριαιρέω, ἀναιρέω, περιαναιρέω, συναναιρέω, ἐξαναιρέω, προαναιρέω, ἐπαναιρέω, ὑπαναιρέω, προσαναιρέω, ἀνταναιρέω, ἐναιρέω, ξυναιρέω, συναιρέω, προσυναιρέω, προσσυναιρέω, ἐξαιρέω, διεξαιρέω, περιεξαιρέω, συνεξαιρέω, προεξαιρέω, ἀπεξαιρέω, ὑπεξαιρέω, παρεξαιρέω, προσεξαιρέω, ὑφεξαιρέω, προαιρέω, διαπροαιρέω, ἀποπροαιρέω, ἀπαιρέω, ὑπαιρέω, παραιρέω, καταιρέω, συγκαταιρέω, ἑταιρέω, συνεταιρέω, ἀφαιρέω, προσθαφαιρέω, διαφαιρέω, συναφαιρέω, ἐξαφαιρέω, προαφαιρέω, ἐπαφαιρέω, παραφαιρέω, προσαφαιρέω, ἀνταφαιρέω, ἐφαιρέω, ἀμφαιρέω, ὑφαιρέω, ἀνθυφαιρέω, προυφαιρέω, προϋφαιρέω

Этимология

От ??

Фразеологизмы и устойчивые сочетания