βίος

См. также βιός.

Греческий

Морфологические и синтаксические свойства

падеж ед. ч. мн. ч.
Им. βίος βίοι
Род. βίου βίων
Вин. βίο βίους
Зв. βίε βίοι

βί-ος

Существительное, мужской род, склонение Ο18 (тип склонения — δρόμος).

Корень: -βι-; окончание: -ος.

Произношение

  • МФА: ед. ч. [ˈvi.o̞s], мн. ч. [ˈvi.i]

Семантические свойства

Значение

  1. жизнь (в разн. знач.)  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).

Синонимы

  1. ζωή

Антонимы

Гиперонимы

Гипонимы

Родственные слова

Ближайшее родство

Этимология

Происходит от др.-греч. βίος «жизнь», далее из праиндоевр. *gweie- «жить».

Фразеологизмы и устойчивые сочетания

Древнегреческий


Морфологические и синтаксические свойства

βίος

Существительное, мужской род.

Корень: -βι-; окончание: -ος.

Произношение

МФА: [bí.os][ˈβi.os][ˈvi.os]

  • Аттическое произношение: [bí.os]
  • Египетское произношение: [ˈbi.os]
  • Койне: [ˈβi.os]
  • Византийское произношение: [ˈvi.os]
  • Константинопольское произношение: [ˈvi.os]

Семантические свойства

Значение

  1. жизнь (в разн. знач.)  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  2. образ жизни  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  3. средства к жизни  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  4. поздн. жизнеописание  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).

Синонимы

  1. βίοτος
  2. ἀναστροφή

Антонимы

Гиперонимы

Гипонимы

Родственные слова

Ближайшее родство
  • существительные: σύμβιος, Καλλίβιος, κακόβιος, κοινόβιος, ἀλειφόβιος, Ἀναξίβιος, ἐρευγόβιος, Ταλθύβιος,
  • прилагательные: ἀμετρόβιος, ἀμιμητόβιος, ἀντίβιος, βιοστερής, βραχύβιος, δαρόβιος, δηρόβιος, ἐνυδρόβιος, ἐπίβιος, εὔβιος, λυχνόβιος, μακρόβιος, νυκτερόβιος, ὀλιγόβιος, ὁμόβιος, πυρίβιος, ὑπέρβιος, τρυσίβιος, ἄβιος, Γάβιος, Ἀβλάβιος, Φλάβιος, Αἰσχλαβιός, κανάβιος, καννάβιος, Ἀράβιος, Ὀκτάβιος, Φάβιος, Βέβιος, τηλέβιος, μελλέβιος, Εὐσέβιος, Ἀρχέβιος, Ἤβιος, ξυνήβιος, ἐφήβιος, Βαίβιος, παλαίβιος, Παραίβιος, κραταίβιος, τηθίβιος, ἐρυθίβιος, ἀλκίβιος, Ἀλκίβιος, Λίβιος, ἡμίβιος, ἁρπαξίβιος, ἀεξίβιος, Ἀλεξίβιος, αὐξίβιος, Βοίβιος, ἐπιλοίβιος, ἐπαμοίβιος, δαμασίβιος, ῥιγεσίβιος, ὀρεσίβιος, κτησίβιος, Κτησίβιος, δαμαισίβιος, ῥιγοσίβιος, ὀρεσσίβιος, ναυσίβιος, ἐρυσίβιος, ῥιγωσίβιος, δωσίβιος, σωσίβιος, Σωσίβιος, Τίβιος, νυκτίβιος, Ἀντίβιος, ἐναντίβιος, Οὐΐβιος, ἀμφίβιος, Ἀρχίβιος, ἔκβιος, Ἄλβιος, Σάλβιος, Ἕλβιος, ὄλβιος, Ἀμόλβιος, ἀνόλβιος, πανόλβιος, φερόλβιος, τρισόλβιος, πολυόλβιος, Φούλβιος, μελάμβιος, καράμβιος, διθυράμβιος, Διθυράμβιος, ἔμβιος, ἀτέμβιος, παλίμβιος, Βρόμβιος, ἑκατόμβιος, Ἑκατόμβιος, τύμβιος, ἐπιτύμβιος, περιτύμβιος, ἀποτύμβιος, ὑποτύμβιος, φαόβιος, ἀργόβιος, ἐρυγόβιος, τρυγόβιος, ὀλβιόβιος, ἰδιόβιος, οἰόβιος, ὁμοιόβιος, μυρμηκόβιος, οἰκόβιος, συκόβιος, μεγαλόβιος, καλόβιος, Μηλόβιος, ἀλλόβιος, ὑλόβιος, φαυλόβιος, μιμόβιος, Ἑρμόβιος, ἀθεσμόβιος, κοσμόβιος, Ληνόβιος, ἑξαμηνόβιος, ὑπηνόβιος, λιμνόβιος, ἀμεριμνόβιος, μονόβιος, αἰωνόβιος, ἁμαξόβιος, αὐξοβίος, ἀπόβιος, λιπόβιος, ῥυπαρόβιος, ἁβρόβιος, ὑγρόβιος, ἐνυγρόβιος, ἀνδρόβιος, Ἀνδρόβιος, ἀερόβιος, ἡμερόβιος, καθημερόβιος, ἐφημερόβιος, τρυφερόβιος, σκληρόβιος, αὐχμηρόβιος, ἀναπηρόβιος, ἀπειρόβιος, χειρόβιος, ἀποχειρόβιος, μικρόβιος, λαμπρόβιος, λυπρόβιος, Πατρόβιος, Μητρόβιος, ἀλιτρόβιος, οἰκτρόβιος, Καϋστρόβιος, ἀμαυρόβιος, ἀργυρόβιος, πυρόβιος, αἰσχρόβιος, ἀωρόβιος, μεσόβιος, ἰσόβιος, χερσόβιος, Τρωσοβιός, λιτόβιος, νυκτόβιος, ἀριστόβιος, Ἄρβιος, Βάρβιος, Ἀτάρβιος, Ὑπέρβιος, Σέρβιος, ἐμφόρβιος, ἐπικύρβιος, Λέσβιος, διλέσβιος, φερέσβιος, ὀρέσβιος, Ὀρέσβιος, δύσβιος, ἡδύβιος, Εὔβιος, ἰθύβιος, πολύβιος, Πολύβιος, Δούβιος, Ἰούβιος, Κλούβιος, Δανούβιος, Εὐρύβιος, Ἀρτύβιος, γωβιός, κωβιός, Κορώβιος

Этимология

Происходит от праиндоевр. *gweie- «жить».

Фразеологизмы и устойчивые сочетания