δρόμος

Греческий

Морфологические и синтаксические свойства

падеж ед. ч. мн. ч.
Им. δρόμος δρόμοι
Род. δρόμου δρόμων
Вин. δρόμο δρόμους
Зв. δρόμε δρόμοι

δρό-μος

Существительное, мужской род, склонение Ο18 (тип склонения — δρόμος).

Корень: -δρόμ-; окончание: -ος.

Произношение

  • МФА: ед. ч. [ˈðɾo̞.mo̞s], мн. ч. [ˈðɾo̞.mi]

Семантические свойства

Значение

  1. дорога, путь, улица  Σὰ βγεῖς στὸν πηγαιμὸ γιὰ τὴν Ἰθάκη, // :νὰ εὔχεσαι νἆναι μακρὺς ὁ δρόμος, // :γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.  Отправляясь на Итаку, молись, чтобы путь был длинным, // полным открытий, радости, приключений. Константинос Кавафис, «Итака» / перевод Г. Шмаков, 1911

Синонимы

Антонимы

Гиперонимы

Гипонимы

Родственные слова

Ближайшее родство

Этимология

От др.-греч. δρόμος «бег; состязание в беге; путь» (восходит к праиндоевр. *drem-).

Древнегреческий

Морфологические и синтаксические свойства

падеж ед. ч. дв. ч. мн. ч.
Им. δρόμος δρόμω δρόμοι
Р. δρόμου δρόμοιν δρόμων
Д. δρόμῳ δρόμοιν δρόμοις
В. δρόμον δρόμω δρόμους
Зв. δρόμε δρόμω δρόμοι

δρόμος

Существительное, мужской род, второе склонение.

Произношение

МФА: [dró.mos][ˈðro.mos][ˈðro.mos]

  • Аттическое произношение: [dró.mos]
  • Египетское произношение: [ˈdro.mos]
  • Койне: [ˈðro.mos]
  • Византийское произношение: [ˈðro.mos]
  • Константинопольское произношение: [ˈðro.mos]

Семантические свойства

Значение

  1. бег, бегание  Ἐπέστρεψα καὶ εἶδον ὑπὸ τὸν ἥλιον ὅτι οὐ τοῖς κούφοις ὁ δρόµος καὶ οὐ τοῖς δυνατοῖς ὁ πόλεµος καί γε οὐ τοῖς σοφοῖς ἄρτος καί γε οὐ τοῖς συνετοῖς πλοῦτος καί γε οὐ τοῖς γινώσκουσιν χάρις, ὅτι καιρὸς καὶ ἀπάντηµα συναντήσεται τοῖς πᾶσιν αὐτοῖς.  И обратился я, и видел под солнцем, что не проворным достается успешный бег, не храбрым — победа, не мудрым — хлеб, и не у разумных — богатство, и не искусным — благорасположение, но время и случай для всех их. «Книга Екклезиаста, или Проповедника», 9:11 // «Септуагинта»
  2. состязание в беге  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  3. скачка  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  4. место для скачек, ристалище  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).

Синонимы

Антонимы

Гиперонимы

Гипонимы

Родственные слова

Ближайшее родство
  • существительные: δράμημα, δρομεύς, πρόδρομος, ἱππόδρομος, ἄδρομος, διάδρομος, σταδιαδρόμος, δωδεκάδρομος, δυωδεκάδρομος, ἁλάδρομος, ἀλαδρόμος, διαυλαδρόμος, ἀνάδρομος, ἀναδρόμος, βοαδρόμος, παράδρομος, μακραδρόμος, κατάδρομος, μετάδρομος, ἑπτάδρομος, δολιχαδρόμος, βοηδρόμος, ἀείδρομος, ὀρειδρόμος, ἁλίδρομος, παλίδρομος, ἀελιδρόμος, ἐπίδρομος, εὐεπίδρομος, περίδρομος, ὀριδρόμος, πυρίδρομος, τελεσίδρομος, τελεσιδρόμος, ὀρεσιδρόμος, οὐρεσιδρόμος, ὀρεσσιδρόμος, ναυσίδρομος, κωλυσίδρομος, τανυσίδρομος, νυκτίδρομος, νυκτιδρόμος, ἀμφίδρομος, Ἀμφίδρομος, ὑψίδρομος, κρυψίδρομος, ἔκδρομος, ἀνέκδρομος, δυσέκδρομος, ἄνδρομος, ἔνδρομος, παλίνδρομος, σύνδρομος, πελαγοδρόμος, παταγοδρόμος, κελαδόδρομος, κελαδοδρόμος, θεοδρόμος, τελεοδρόμος, νεόδρομος, πεζοδρόμος, ὀρθοδρόμος, ὀπισθοδρόμος, βυθοδρόμος, σταδιοδρόμος, ἡλιοδρόμος, σκολιοδρόμος, ὀλυμπιοδρόμος, Ὀλυμπιοδρόμος, οὐριοδρόμος, σκυλακόδρομος, σκυλακοδρόμος, ἑλικοδρόμος, Νικόδρομος, σκοπελοδρόμος, φιλόδρομος, ἀελλοδρόμος, διπλόδρομος, ὑλοδρόμος, διαυλοδρόμος, ἀνεμόδρομος, ἀμμόδρομος, ὁμόδρομος, οὐρανοδρόμος, σχοινοδρόμος, λιμνόδρομος, λοξόδρομος, λοξοδρόμος, ἀπόδρομος, ἱπποδρόμος, ὑπόδρομος, ὑδρόδρομος, ὑδροδρόμος, ἀεροδρόμος, αἰθεροδρόμος, ἱερόδρομος, ἱεροδρόμος, ἡμεροδρόμος, νερτεροδρόμος, λαιψηροδρόμος, ἱροδρόμος, μακροδρόμος, νεκροδρόμος, γυροδρόμος, ἰσόδρομος, ἀνισόδρομος, ἁρματοδρόμος, κυματοδρόμος, βυθοκυματοδρόμος, ὁπλιτοδρόμος, νυκτοδρόμος, αὐτόδρομος, ἀνυόδρομος, δολιχοδρόμος, εὔδρομος, Εὔδρομος, ἐΰδρομος, ἰθυδρόμος, εὐθύδρομος, εὐθυδρόμος, γλυκυδρόμος, ὠκύδρομος, ὠκυδρόμος, πολύδρομος, τανύδρομος, ὀξύδρομος, ὀξυδρόμος, βραχύδρομος, ταχυδρόμος
  • прилагательные: δρομικός, δρομάς
  • глаголы: διαδρομέω, σταδιαδρομέω, ἀναδρομέω, βοηδρομέω, ἐπιδρομέω, ἀντιδρομέω, ἀμφιδρομέω, ὑπεκδρομέω, ἐνδρομέω, παλινδρομέω, ἀναπαλινδρομέω, πελαγοδρομέω, ἰυγγοδρομέω, ὀλιγοδρομέω, λαμπαδοδρομέω, θεοδρομέω, τελεοδρομέω, ὀρθοδρομέω, ὀπισθοδρομέω, λαμπαδιοδρομέω, σταδιοδρομέω, μιλιοδρομέω, σκολιοδρομέω, οὐριοδρομέω, ἐναντιοδρομέω, ἱστιοδρομέω, τελοδρομέω, στολοδρομέω, διαυλοδρομέω, ὁμοδρομέω, τερμοδρομέω, κωμοδρομέω, οὐρανοδρομέω, κενοδρομέω, πτηνοδρομέω, κυνοδρομέω, ὑποδρομέω, ἀεροδρομέω, αἰθεροδρομέω, ἡμεροδρομέω, ὡροδρομέω, ἰσοδρομέω, ἁρματοδρομέω, ὁπλιτοδρομέω, αὐτοδρομέω, δολιχοδρομέω, εἰσδρομέω, εὐδρομέω, εὐθυδρομέω, διευθυδρομέω, ὠκυδρομέω, ὀξυδρομέω, ἀστυδρομέω, ταχυδρομέω

Этимология

От др.-греч. δρόμος «бег; состязание в беге; путь» (восходит к праиндоевр. *drem-).