νομέω

Древнегреческий

Морфологические и синтаксические свойства

νομέω

Глагол.

Корень: --.

Семантические свойства

Значение

  1. пасти  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).

Синонимы

Антонимы

Гиперонимы

Гипонимы

Родственные слова

Ближайшее родство
  • глаголы: νέμω, ἀνομέω, κρεανομέω, πολιανομέω, παρανομέω, συμπαρανομέω, ἱερανομέω, ἀγορανομέω, προαγορανομέω, ὀρεινομέω, ἀντινομέω, ὀλβονομέω, αἰγονομέω, ῥαβδονομέω, παιδονομέω, ἀνθονομέω, δικαιονομέω, ἀλλοτριονομέω, οἰακονομέω, κακονομέω, γυναικονομέω, οἰκονομέω, διοικονομέω, συνδιοικονομέω, προδιοικονομέω, περιοικονομέω, ἐνοικονομέω, συνοικονομέω, ἐξοικονομέω, συνεξοικονομέω, προοικονομέω, ἀποικονομέω, ἐποικονομέω, κατοικονομέω, μετοικονομέω, δαμονομέω, κομπονομέω, κλαρονομέω, ἀερονομέω, ἱερονομέω, κληρονομέω, διακληρονομέω, κατακληρονομέω, συγκατακληρονομέω, ἐγκληρονομέω, συγκληρονομέω, προκληρονομέω, καιρονομέω, χειρονομέω, ἐπιχειρονομέω, συνεπιχειρονομέω, πατρονομέω, ἀστρονομέω, ὑπεραστρονομέω, ὡρονομέω, χωρονομέω, πεσσονομέω, πεττονομέω, αὐτονομέω, ὀψονομέω, εὐνομέω, βουνομέω, ἀστυνομέω, κρεωνομέω

Этимология

Из ??

Фразеологизмы и устойчивые сочетания

Библиография