τρελός

Греческий

Морфологические и синтаксические свойства

Падеж Род
Муж. Жен. Ср.
Единственное число
Им. τρελός τρελή τρελό
Род. τρελού τρελής τρελού
Вин. τρελό τρελή τρελό
Зв. τρελέ τρελή τρελό
Множественное число
Им. τρελοί τρελές τρελά
Род. τρελών τρελών τρελών
Вин. τρελούς τρελές τρελά
Зв. τρελοί τρελές τρελά

τρε-λός

Прилагательное, склонение Ε1 (–ός, –ή, –ό; тип склонения — καλός).

Корень: -τρελ-; окончание: -ός.

Произношение

Семантические свойства

Значение

  1. сумасшедший, безумный, помешанный  Ψηλά στου Διγενή τ’ αλώνια / τις νύχτες του καλοκαιριού / του κάτω κόσμου τα τελώνια / με λεν τρελή του φεγγαριού. Μάνος Χατζιδάκις, «Στου Διγενή τα κάστρα»  Κάθε τρελό παιδί / έχει στο χέρι / φιλί της Παναγιάς / κι ένα μαχαίρι. Μάνος Χατζιδάκις, «Κάθε τρελό παιδί»  Αύγουστος τρελός ο μήνας / πήρα δρόμο απ’ την τρέλα της Αθήνας. Βάσω Αλαγιάννη, «Τρελός Αύγουστος»

Синонимы

  1. ζαβός, ζουρλός, λωλός, μουρλός, παλαβός, φρενοβλαβής

Антонимы

  1. σοβαρός, γαλήνιος, λογικός

Гиперонимы

  1. άρρωστος, παράλογος

Гипонимы

Родственные слова

Ближайшее родство
  • существительные: τρέλα, τρελοκόριτσο, τρελοκομείο, τρελάδικο, τρελαμάρα, τρελάρας, τρελάρα, τρελέγκω, τρελογιατρός, τρελοκαμπέρω, τρελόπαιδο, τρελοπαντιέρα, τρελοπαρέα, τρελόχαρτο, τρελοκατάσταση
  • прилагательные: τρελαμένος, τρελούτσικος, θεότρελος, μισότρελος
  • глаголы: τρελαίνω
  • наречия: τρελά, τρελούτσικα

Этимология

От др.-греч. τρηρός, далее из др.-греч. τρήρων.

Фразеологизмы и устойчивые сочетания

  • της τρελής
  • κάνω σαν τρελός
  • ο τρελός είδε το μεθυσμένο και φοβήθηκε
  • τρελός για δέσιμο

Библиография