φορέω

Древнегреческий

Морфологические и синтаксические свойства

Глагол.

Корень: --.

Семантические свойства

Значение

  1. увлекать  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).

Синонимы

Антонимы

Гиперонимы

Гипонимы

Родственные слова

Ближайшее родство
  • глаголы: παιδοφορέω, περιφορέω, προσφορέω, γαστροφορέω, ἀμφορεαφορέω, ἀναφορέω, ἀροτροφορέω, ἀστραπηφορέω, δαφνηφορέω, διαφορέω, διφροφορέω, διχοφορέω, δορυφορέω, ἐμφορέω, ἐπιρραβδοφορέω, ἐπιφορέω, ζῳοφορέω, θεοφορέω, θυλακοφορέω, θυρσοφορέω, λυχνοφορέω, κανηφορέω, καταμισθοφορέω, κισσοφορέω, κοπροφορέω, κωδωνοφορέω, μελανοφορέω, μιτροφορέω, νικηφορέω, νωτοφορέω, ξυμφορέω, ξυροφορέω, ὁπλοφορέω, ὀπωροφορέω, σιδηροφορέω, σκηπτροφορέω, σπονδηφορέω, στεφανηφορέω, στιγματηφορέω, συμφορέω, τηβεννοφορέω, ὑποδυσφορέω, τηβεννοφορέω, τοκοφορέω, τοξοφορέω, τροποφορέω, χρυσοφορέω, φαλληφορέω, φορτοφορέω

Этимология

Из ??

Фразеологизмы и устойчивые сочетания

Библиография