ἵστημι

Древнегреческий

Морфологические и синтаксические свойства

Глагол.

Корень: --.

Произношение

МФА: [hís.tɛː.mi][ˈis.ti.mi][ˈis.ti.mi]

  • Аттическое произношение: [hís.tɛː.mi]
  • Египетское произношение: [ˈ(h)is.te.mi]
  • Койне: [ˈis.ti.mi]
  • Византийское произношение: [ˈis.ti.mi]
  • Константинопольское произношение: [ˈis.ti.mi]

Семантические свойства

Значение

  1. ставить, поставить  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  2. остановить, останавливать, останавливаться  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  3. вешать, взвешивать  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  4. становиться, стать, стоять  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  5. учреждать, устанавливать  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).

Синонимы

Антонимы

Гиперонимы

Гипонимы

Родственные слова

Ближайшее родство
  • глаголы: καθίστημι, παρακαθίστημι, ἐγκαθίστημι, ξυγκαθίστημι, συγκαθίστημι, ἐπικαθίστημι, ἀντικαθίστημι, ἀποκαθίστημι, συναποκαθίστημι, ὑποκαθίστημι, ἀνθυποκαθίστημι, προκαθίστημι, ὑπερκαθίστημι, προσκαθίστημι, μεθίστημι, ἀντιμεθίστημι, συμμεθίστημι, ἀνθίστημι, διίστημι, διΐστημι, καταδιΐστημι, ἐπιδιίστημι, ἀντιδιΐστημι, ἐκδιίστημι, συνδιΐστημι, ἀποδιΐστημι, προδιίστημι, προδιΐστημι, προσδιίστημι, προσδιΐστημι, περιίστημι, περιΐστημι, καταπεριΐστημι, ἀντιπεριίστημι, ἀντιπεριΐστημι, ἀμφιΐστημι, ἀνίστημι, διανίστημι, περιανίστημι, συνανίστημι, ἐξανίστημι, συνεξανίστημι, ἐπεξανίστημι, συγκατεξανίστημι, μετεξανίστημι, προανίστημι, ἀπανίστημι, ἐπανίστημι, ξυνεπανίστημι, συνεπανίστημι, ὑπανίστημι, ἐξυπανίστημι, παρανίστημι, προσανίστημι, μετανίστημι, ἀντανίστημι, ἐνίστημι, ἀντιπαρενίστημι, ἀντενίστημι, ξυνίστημι, συνίστημι, διασυνίστημι, προδιασυνίστημι, κατασυνίστημι, ἐπισυνίστημι, ἀντισυνίστημι, ἀποσυνίστημι, προσυνίστημι, προσσυνίστημι, ἐξίστημι, προεξίστημι, ὑπεξίστημι, παρεξίστημι, ὑπερεξίστημι, προσεξίστημι, προΐστημι, ἀπίστημι, ἐπίστημι, ὑπίστημι, παρίστημι, διαπαρίστημι, ἀντιπαρίστημι, ἐμπαρίστημι, ξυμπαρίστημι, συμπαρίστημι, προπαρίστημι, προσπαρίστημι, προσίστημι, κατίστημι, ἀντικατίστημι, μετίστημι, ἀντίστημι, ἀφίστημι, διαφίστημι, ἐναφίστημι, ξυναφίστημι, συναφίστημι, ἐξαφίστημι, προαφίστημι, ὑπαφίστημι, προσαφίστημι, ἐφίστημι, ξυνεφίστημι, συνεφίστημι, προεφίστημι, κατεφίστημι, ἀντεφίστημι, ἀμφίστημι, ὑφίστημι, καθυφίστημι, ἀνθυφίστημι, ἐνυφίστημι, συνυφίστημι, προϋφίστημι, παρυφίστημι

Этимология

Происходит от праиндоевр. *sta- «стоять».

Фразеологизмы и устойчивые сочетания