φέρω

Греческий

Морфологические и синтаксические свойства

Глагол.

Корень: -φέρ-; окончание: .

Произношение

  • МФА: ед. ч. [fero], мн. ч. []

Семантические свойства

Значение

  1. приносить, привозить  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  2. носить (имя, звание и т. п.)  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  3. носить (одежду, обувь и т. п.)  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  4. приносить, причинять (пользу, вред)  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  5. вести, приводить (о дороге, пути)  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  6. вызывать (врача)  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).

Синонимы

Антонимы

Гиперонимы

Родственные слова

Этимология

Происходит от ??

Древнегреческий

Морфологические и синтаксические свойства

Глагол.

Корень: -φέρ-; окончание: .

Произношение

МФА: [pʰé.rɔː][ˈɸe.ro][ˈfe.ro]

  • Аттическое произношение: [pʰé.rɔː]
  • Египетское произношение: [ˈpʰɛ.ro]
  • Койне: [ˈɸe.ro]
  • Византийское произношение: [ˈfe.ro]
  • Константинопольское произношение: [ˈfe.ro]

Семантические свойства

Значение

  1. нести, носить  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  2. приносить  καὶ ἐγένετο µεθ’ ἡµέρας ἤνεγκεν Καιν ἀπὸ τῶν καρπῶν τῆς γῆς θυσίαν τῷ κυρίῳ,  Спустя несколько времени Каин принес от плодов земли дар Господу… «Септуагинта», Книга Бытие 4:3
  3. приносить, причинять  ὁ βιος πολλακις φερει πονον.  Жизнь часто приносит трудности.
  4. приносить, производить, давать  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  5. переносить, уносить  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  6. бросать, сбрасывать, сталкивать  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  7. уносить, похищать  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  8. грабить, разорять  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  9. получать, преимущественно в награду  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  10. вносить, уплачивать  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  11. оказывать, выказывать  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  12. сносить, переносить, терпеть  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  13. относить, приписывать  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  14. управлять, руководить  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  15. наносить  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  16. представлять, приводить  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  17. избирать голосованием  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  18. вести, быть обращённым, направляться  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  19. приводить, способствовать  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  20. иметь, обладать  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  21. pass. быть, обстоять  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  22. разносить повсюду, т.е. разглашать, утверждать, рассказывать  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).
  23. imper. φέρε в обращениях скажи, позволь, давай, ну-ка  Отсутствует пример употребления (см. рекомендации).

Синонимы

Антонимы

Гиперонимы

Родственные слова

  • существительные: ἄφορος, συκιδαφόρος, σημεαφόρος, γερεαφόρος, φορεαφόρος, ἀμφορεαφόρος, θυρεαφόρος, ζαφόρος, ἁγιαφόρος, διάφορος, ἀδιάφορος, ἐκδιάφορος, ἐνδιάφορος, ὑποδιάφορος, ἐκσημειαφόρος, φορειαφόρος, βιβλιαφόρος, βυβλιαφόρος, ὀβελιαφόρος, ἀγγελιαφόρος, ἐπιστολιαφόρος, χθονιαφόρος, ὑδριαφόρος, φορτιαφόρος, ὠτιαφόρος, τρεισκαιδεκαφόρος, τρισκαιδεκάφορος, τρισκαιδεκαφόρος, δωδεκαφόρος, νικαφόρος, ἐπιστολαφόρος, βουλαφόρος, προτομαφόρος, ὀλιγανάφορος, καναφόρος, ἐπανάφορος, ἰσανάφορος, δυσανάφορος, βραδυανάφορος, πολυανάφορος, λικναφόρος, συνδαυχναφόρος, κοππαφόρος, πορπαφόρος, τιαραφόρος, παράφορος, ἀπαράφορος, εὐπαράφορος, διφθεραφόρος, ἱεραφόρος, πτεραφόρος, σειραφόρος, τετράφορος, κατάφορος, δεκαταφόρος, ἐπικατάφορος, βραδυκατάφορος, εὐκατάφορος, ταχυκατάφορος, ἀμετάφορος, εὐμετάφορος, ὀκτάφορος, πελταφόρος, κονταφόρος, κισταφόρος, θυαφόρος, τηλεφόρος, συνέφορος, παντέφορος, σελαηφόρος, τραγηφόρος, μογηφόρος, ζυγηφόρος, τρυγηφόρος, δᾳδηφόρος, Δᾳδηφόρος, σκιαδηφόρος, κλαδηφόρος, λαμπαδηφόρος, ῥαβδηφόρος, ἀγκαλιδηφόρος, ἀσπιδηφόρος, τριποδηφόρος, χλαμυδηφόρος, βελεηφόρος, ἀγαθηφόρος, καλαθηφόρος, σπαθηφόρος, ἀνθηφόρος, ἀκανθηφόρος, ὀλυνθηφόρος, ὁρκιηφόρος, ἀγγελιηφόρος, κλιμακηφόρος, σακηφόρος, πελεκηφόρος, δικηφόρος, νικηφόρος, μυριονικηφόρος, παρδαλήφορος, παρδαληφόρος, φιαληφόρος, σκυταληφόρος, αἰγληφόρος, ἀθληφόρος, ἀπειληφόρος, φαλληφόρος, ὀληφόρος, ἐπιστοληφόρος, ὑληφόρος, σκυληφόρος, βουληφόρος, σταφυληφόρος, καλαμηφόρος, οὐλαμηφόρος, ἑανηφόρος, κανηφόρος, βαλανηφόρος, μελανηφόρος, ξοανηφόρος, δρεπανηφόρος, βοτανηφόρος, φανηφόρος, στεφανηφόρος, λαχανηφόρος, χλαινηφόρος, κλινηφόρος, κοτινηφόρος, στρωμνηφόρος, σμυρνηφόρος, ὀδυνηφόρος, κορυνηφόρος, δαφνηφόρος, ἀρχιλυχνηφόρος, χλοηφόρος, ἀχλοηφόρος, ποηφόρος, χοηφόρος, ἀστραπηφόρος, κιθαρηφόρος, ἐναρηφόρος, γερηφόρος, νοερηφόρος, σειρηφόρος, ἀρρηφόρος, ἐρρηφόρος, μιτρηφόρος, πυρηφόρος, διφρηφόρος, ὡρηφόρος, νοσηφόρος, δεκατηφόρος, καματηφόρος, δραγματηφόρος, στιγματηφόρος, αἱματηφόρος, γραμματηφόρος, θανατηφόρος, κερατηφόρος, ἀρετηφόρος, γαλακτηφόρος, κιστηφόρος, σκευηφόρος, ἀχλυηφόρος, βοτρυηφόρος, σταχυηφόρος, σκαφηφόρος, οὐλαφηφόρος, στεφηφόρος, ψηφηφόρος, ξιφηφόρος, λοφηφόρος, ὀροφηφόρος, λογχηφόρος, λοχήφορος, βροχηφόρος, ζωηφόρος, δίφορος, ἐλπιδιφόρος, ἀείφορος, ἀειφόρος, μελιφόρος, ἐπίφορος, ἀνεπίφορος, εὐεπίφορος, περίφορος, ἀσυμπερίφορος, εὐσυμπερίφορος, τριφόρος, πυριφόρος, ἀασιφόρος, κηρεσιφόρος, κινησιφόρος, Ὀνησίφορος, ὀνησιφόρος, γαλακτιφόρος, νυκτιφόρος, ποτίφορος, ὀψιφόρος, ἔκφορος, ἀνέκφορος, δυσέκφορος, εὐέκφορος, μυριάμφορος, δεκάμφορος, πάμφορος, ἐπάμφορος, τετράμφορος, ἔμφορος, πνευματέμφορος, ξύμφορος, σύμφορος, Σύμφορος, ἀσύμφορος, ἀεισύμφορος, ἐπισύμφορος, νευροσύμφορος, εὐσύμφορος, βαρυσύμφορος, λαοφόρος, ἐλαοφόρος, ναοφόρος, ὀλβοφόρος, κορυμβοφόρος, ὀροβοφόρος, ὀλιγοφόρος, μαστιγοφόρος, τεττιγοφόρος, ἐργοφόρος, πυργοφόρος, ζυγοφόρος, πτερυγοφόρος, ὀρτυγοφόρος, δᾳδοφόρος, λαμπαδοφόρος, ῥαβδοφόρος, εἰδοφόρος, χαλειδοφόρος, κλειδοφόρος, κληϊδοφόρος, κηκιδοφόρος, ἀγκαλιδοφόρος, χαλιδοφόρος, κνημιδοφόρος, ἐλπιδοφόρος, ἀσπιδοφόρος, σπυριδοφόρος, σφυριδοφόρος, ψηφιδοφόρος, βανδοφόρος, ἐνδόφορος, σπονδοφόρος, ὑποσπονδοφόρος, ῥοδοφόρος, σκοροδοφόρος, ναρδοφόρος, κερδοφόρος, θεόφορος, θεοφόρος, θυρεοφόρος, πεζόφορος, πεζοφόρος, τραπεζοφόρος, κρουπεζοφόρος, ῥιζοφόρος, νηοφόρος, ἀγαθοφόρος, λιθοφόρος, κριθοφόρος, ἀνθοφόρος, ἀκανθοφόρος, ἐρεβινθοφόρος, πλινθοφόρος, ὀνθοφόρος, ὀλονθοφόρος, ὀλυνθοφόρος, μισθοφόρος, ὀπισθοφόρος, ληκυθοφόρος, ἀχθοφόρος, ἰοφόρος, βαϊοφόρος, ἐλαιοφόρος, σημαιοφόρος, τροπαιοφόρος, κεραιοφόρος, λαισαιοφόρος, ἁγιοφόρος, ναυαγιοφόρος, ζῳδιοφόρος, κωδιοφόρος, κῳδιοφόρος, γειοφόρος, θειοφόρος, Κλειοφόρος, σημειοφόρος, φορειοφόρος, ἐπετειοφόρος, κικιοφόρος, ὁρκιοφόρος, σκιοφόρος, κουκιοφόρος, κηρυκιοφόρος, φυκιοφόρος, βιβλιοφόρος, βυβλιοφόρος, ψελιοφόρος, κοιλιοφόρος, χιλιοφόρος, τρισχιλιοφόρος, δακτυλιοφόρος, κλοιοφόρος, πλοιοφόρος, ὁμοιοφόρος, σκορπιοφόρος, ἐριοφόρος, βακτηριοφόρος, ποτηριοφόρος, θριοφόρος, κριοφόρος, μυριοφόρος, σιοφόρος, ἱστιοφόρος, ὠτιοφόρος, σιλφιοφόρος, ὀφιοφόρος, οἰακοφόρος, κλᾳκοφόρος, θυλακοφόρος, κλιμακοφόρος, φαρμακοφόρος, λαρνακόφορος, κατωνακοφόρος, ἀρακοφόρος, θωρακοφόρος, σακοφόρος, πελεκοφόρος, θηκοφόρος, πιθηκοφόρος, ναρθηκοφόρος, κνηκοφόρος, θωρηκοφόρος, σπαδικοφόρος, κυλικοφόρος, φοινικοφόρος, οἰκοφόρος, προικοφόρος, σηρικοφόρος, σακκοφόρος, σιτομετροσακκοφόρος, χαλκοφόρος, σαρκοφόρος, κερκοφόρος, ἀσκοφόρος, δισκοφόρος, γλαυκοφόρος, λευκοφόρος, λυκοφόρος, γλυκοφόρος, συκοφόρος, ἁλοφόρος, καλοφόρος, μαλοφόρος, ἁπαλοφόρος, ῥοπαλοφόρος, τριγλοφόρος, σιγλοφόρος, ἀγγελοφόρος, ἀμπελοφόρος, νεφελοφόρος, μηλοφόρος, πηλοφόρος, ὑψηλοφόρος, ἀθλοφόρος, ἀεθλοφόρος, πιλοφόρος, κυκλοφόρος, θαλλοφόρος, μαλλοφόρος, ἀμαλλοφόρος, κρυσταλλοφόρος, φαλλοφόρος, κυπελλοφόρος, ἁμιλλοφόρος, ἀσιλλοφόρος, φυλλοφόρος, ὁπλοφόρος, ὑλοφόρος, σκυλοφόρος, ξυλοφόρος, οὐλοφόρος, ἰουλοφόρος, σταφυλοφόρος, τυφλόφορος, τυφλοφόρος, καλαμοφόρος, σησαμοφόρος, κρημοφόρος, αἱμοφόρος, λοιμοφόρος, λικμοφόρος, γομοφόρος, θερμοφόρος, σπερμοφόρος, ἰρμοφόρος, φορμοφόρος, δασμοφόρος, θεσμοφόρος, χρησμοφόρος, κοσμοφόρος, θυμοφόρος, αἰχμοφόρος, ὠμοφόρος, βωμοφόρος, κινναμωμοφόρος, λιβανοφόρος, φρυγανοφόρος, μελανοφόρος, δρεπανοφόρος, δικρανοφόρος, οὐρανοφόρος, λασανοφόρος, στεφανοφόρος, λαχανοφόρος, μηχανοφόρος, σιγνοφόρος, ἑδνοφόρος, ἀρμενοφόρος, γαληνοφόρος, εἰρηνοφόρος, σκοτεινοφόρος, ἀληθινοφόρος, λινοφόρος, χαλινοφόρος, ἑλινόφορος, ἑλινοφόρος, σελινοφόρος, κλινοφόρος, οἰνοφόρος, σχοινοφόρος, ἀκτινοφόρος, δελφινοφόρος, τεκνοφόρος, λικνοφόρος, ἀμνοφόρος, μαννοφόρος, τηβεννοφόρος, κοννοφόρος, σινδονοφόρος, κιονοφόρος, εἰκονοφόρος, μονοφόρος, κραιπνοφόρος, δειπνοφόρος, ὑπνοφόρος, κερνοφόρος, φερνοφόρος, σμυρνοφόρος, σισυρνοφόρος, κεραυνοφόρος, κορυνοφόρος, δαφνοφόρος, δαυχνοφόρος, λυχνοφόρος, τριβωνοφόρος, ἀγωνόφορος, πωγωνοφόρος, κωδωνοφόρος, ζωνοφόρος, κωνοφόρος, ἀγκωνοφόρος, μηκωνοφόρος, κροτωνοφόρος, ἰξοφόρος, δοξοφόρος, τοξοφόρος, ἀπόφορος, ἀποφόρος, καπποφόρος, καρποφόρος, φιλοκαρποφόρος, δορποφόρος, ὑπόφορος, ἀνυπόφορος, ἀνθρωποφόρος, μαργαροφόρος, νεαροφόρος, τιαροφόρος, καροφόρος, ἀσκαροφόρος, Ἐναροφόρος, ῥυπαροφόρος, φαροφόρος, ὀμβροφόρος, ὑγροφόρος, ἀνδροφόρος, δενδροφόρος, ἀρχιδενδροφόρος, ὑδροφόρος, ἀεροφόρος, αἰθεροφόρος, ἱεροφόρος, κεροφόρος, κρατεροφόρος, πτεροφόρος, μογηροφόρος, σιδηροφόρος, θηροφόρος, πηροφόρος, κρατηροφόρος, λαμπτηροφόρος, ὀλεθροφόρος, μαχαιροφόρος, ἀρχιμαχαιροφόρος, εἰροφόρος, αἰγειροφόρος, ζειροφόρος, φθειροφόρος, σπειροφόρος, σειροφόρος, ἐκεχειροφόρος, προχειροφόρος, νεκροφόρος, δοροφόρος, πρόφορος, λαμπροφόρος, ὁμοιοπρόφορος, κοπροφόρος, δυσπρόφορος, εὐπρόφορος, γερροφόρος, βιρροφόρος, φαρετροφόρος, μιτροφόρος, ἠλεκτροφόρος, πληκτροφόρος, κεντροφόρος, σκηπτροφόρος, καμπτροφόρος, ἀστροφόρος, ἀλαβαστροφόρος, γαστροφόρος, κεστροφόρος, σειστροφόρος, οἰστροφόρος, λουτροφόρος, χυτροφόρος, ταυρόφορος, ταυροφόρος, σταυροφόρος, φαυροφόρος, μυροφόρος, ἁλμυροφόρος, δουροφόρος, παλιουροφόρος, πουροφόρος, πυροφόρος, εὐπυροφόρος, σισυροφόρος, τυροφόρος, ἀφροφόρος, ἐλαφροφόρος, διφροφόρος, κεγχροφόρος, ψυχροφόρος, δωροφόρος, ὀπωροφόρος, ἰσόφορος, ἰσοφόρος, σαρισοφόρος, νοσοφόρος, δροσοφόρος, φαρσοφόρος, ἐρσοφόρος, θυρσοφόρος, πυρσοφόρος, κισσοφόρος, φιλοκισσοφόρος, σαρισσοφόρος, λυσσοφόρος, γλωσσοφόρος, νουσοφόρος, χρυσοφόρος, δραγματοφόρος, στιγματοφόρος, διαδηματοφόρος, ἀγαλματοφόρος, γραμματοφόρος, ἐπιγραμματοφόρος, στεμματοφόρος, δερματοφόρος, πνευματόφορος, πνευματοφόρος, ἀρωματοφόρος, σωματοφόρος, θανατοφόρος, κερατοφόρος, ἀκρατοφόρος, δορατοφόρος, ἀετοφόρος, πυρετοφόρος, ἀητοφόρος, ἀρρητοφόρος, βαιτοφόρος, μαργαριτοφόρος, σιτοφόρος, γαλακτοφόρος, γλακτοφόρος, ἀσφαλτοφόρος, πελτοφόρος, παντοφόρος, ὀδοντοφόρος, λεοντοφόρος, κοντοφόρος, ἀκοντοφόρος, δρακοντοφόρος, βροτοφόρος, σκαπτοφόρος, στρεπτοφόρος, σκηπτοφόρος, ἀρτοφόρος, σπαρτοφόρος, φορτοφόρος, χορτοφόρος, σεβαστοφόρος, παστοφόρος, ἀρχιπαστοφόρος, ἱστοφόρος, πλειστοφόρος, κιστοφόρος, ὀϊστοφόρος, χριστοφόρος, ξυστοφόρος, βαττοφόρος, κιττοφόρος, γλωττοφόρος, ἐνιαυτοφόρος, παρενιαυτοφόρος, πλουτοφόρος, φυτοφόρος, κροκωτοφόρος, λωτοφόρος, νωτοφόρος, λιβανωτοφόρος, φωτοφόρος, φαυοφόρος, σκευοφόρος, θυοφόρος, ἰχθυοφόρος, κυοφόρος, βρυοφόρος, δρυοφόρος, βοτρυοφόρος, καχρυοφόρος, δικτυοφόρος, σταχυοφόρος, ψηφοφόρος, ξιφοφόρος, νυμφοφόρος, λοφοφόρος, τροφοφόρος, γροσφοφόρος, λογχοφόρος, τριχοφόρος, ὀσχοφόρος, ὠσχοφόρος, τευχοφόρος, ὀνυχοφόρος, ὀψοφόρος, ὠοφόρος, ᾠοφόρος, ζωοφόρος, ζῳοφόρος, ἐναρφόρος, πυρφόρος, ἀπύρφορος, ἐασφόρος, σελασφόρος, γερασφόρος, κερασφόρος, σειρασφόρος, φαεσφόρος, σαγεσφόρος, ἀνθεσφόρος, ἀκεσφόρος, σακεσφόρος, τελεσφόρος, Τελεσφόρος, ἐγχεσφόρος, τευχεσφόρος, εἴσφορος, ἀνείσφορος, συνείσφορος, ἀσυνείσφορος, προείσφορος, ἀοσφόρος, Ἀοσφόρος, Διοσφόρος, πρόσφορος, ἀπρόσφορος, δυσπρόσφορος, εὐπρόσφορος, ἐναρσφόρος, Ἐναρσφόρος, δύσφορος, ὑποδύσφορος, ἀωσφόρος, Ἀωσφόρος, ἑωσφόρος, Ἑωσφόρος, φωσφόρος, λευκερυθροφωσφόρος, εὔφορος, πανεύφορος, πελεκυφόρος, γλυκυφόρος, σκολλυφόρος, πολυφόρος, δορυφόρος, Δορυφόρος, συνδορυφόρος, βοτρυφόρος, καχρυφόρος, καγχρυφόρος, γεωφόρος, λεωφόρος, ζώφορος, ζῳφόρος, ἀνώφορος, ἐξώφορος, ἐξωφόρος, βοωφόρος, ἡρωφόρος, κατώφορος, ὀκτώφορος
  • прилагательные: μανοφόρος
  • глаголы: ἀναφέρω, ἀποφέρω, διαφέρω, εἰσφέρω, ἐκφέρω, ἐπεισφέρω, ἐπιφέρω, καταφέρω, μεταφέρω, παραφέρω, περιφέρω, προεκφέρω, προσαναφέρω, προσφέρω, προφέρω, συγκαταφέρω, συμπεριφέρω, συμφέρω, συναναφέρω, ὑπερφέρω, ὑποφέρω

Этимология

Происходит от ??